- ολιγόστευση
- ηβλ. λιγόστεψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μινύθησις — μινύθησις, ἡ (Α) [μινύθω] 1. ελάττωση, ολιγόστευση, σμίκρυνση 2. (για τη σελήνη) χάση 3. εξασθένηση («πνεύματος μινυθήσεις», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek